- ανασπαράσσω
- μετ. разрывать, раздирать на куски
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανασπαράσσω — ἀνασπαράσσω κ. ττω (Α) 1. κομματιάζω, ξεσχίζω 2. τραβώ προς τα πάνω, ξεριζώνω … Dictionary of Greek
ἀνεσπάρασσον — ἀνασπαράσσω tear up imperf ind act 3rd pl ἀνασπαράσσω tear up imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)